αυξομειώνω

αυξομειώνω
(AM αὐξομειῶ, -όω)
αυξάνω και μειώνω διαδοχικά, προκαλώ διαδοχικά αύξηση και μείωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αυξομειώνω — αυξομειώνω, αυξομείωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αυξομειώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, μια προσθέτω και μια αφαιρώ· συνηθέστ. το μέσο αυξομειώνομαι ανεβοκατεβαίνω: Η ταχύτητα του αυτοκινήτου καλό είναι να αυξομειώνεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”